Στραντιβάριους, Αντόνιο — (Stradivarius). Ιταλός οργανοποιός (Κρεμόνα 1643 – 1737), γνωστός και με το επώνυμο Στραντιβάρι. Από αριστοκρατική οικογένεια, αφοσιώθηκε στην κατασκευή μουσικών οργάνων έχοντας ως δάσκαλο τον περίφημο Νικόλα Αμάτι (1596 1684), ανιψιό του Αντρέα… … Dictionary of Greek
βιολί — Έγχορδο μουσικό όργανο με τόξο. Έχει τέσσερις χορδές (σολ, ρε, λα, μι),που κουρδίζονται κατά πέμπτες. Η προέλευσή του, όπως άλλωστε και όλων των οργάνων με τόξο, είναι αβέβαιη. Ίσως να προέρχεται απότο αραβικό ρεμπάμπ, που έγινε γνωστό στην… … Dictionary of Greek
Κράισλερ, Φριτς — (Fritz Kreisler, Βιέννη 1875 – Νέα Υόρκη 1962). Αυστριακός βιολιστής και συνθέτης. Αποφοίτησε από το Ωδείο της Βιέννης σε ηλικία δέκα ετών (λαμβάνοντας το πρώτο βραβείο) και από την τάξη του Ζοζέφ Μασάρ, στο Παρίσι, δύο χρόνια αργότερα, ενώ σε… … Dictionary of Greek