στραντιβάριους

στραντιβάριους
το, Ν
μεγάλης αξίας βιολί από εκείνα που κατασκεύασε ο Στραντιβάρι, φημισμένος Ιταλός κατασκευαστής, από τα μέσα τού 17ου ώς τις πρώτες δεκαετίες τού 18ου αιώνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Από το όνομα τού Ιταλού κατασκευαστή βιολών Α. Stradivari(us)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Στραντιβάριους, Αντόνιο — (Stradivarius). Ιταλός οργανοποιός (Κρεμόνα 1643 – 1737), γνωστός και με το επώνυμο Στραντιβάρι. Από αριστοκρατική οικογένεια, αφοσιώθηκε στην κατασκευή μουσικών οργάνων έχοντας ως δάσκαλο τον περίφημο Νικόλα Αμάτι (1596 1684), ανιψιό του Αντρέα… …   Dictionary of Greek

  • βιολί — Έγχορδο μουσικό όργανο με τόξο. Έχει τέσσερις χορδές (σολ, ρε, λα, μι),που κουρδίζονται κατά πέμπτες. Η προέλευσή του, όπως άλλωστε και όλων των οργάνων με τόξο, είναι αβέβαιη. Ίσως να προέρχεται απότο αραβικό ρεμπάμπ, που έγινε γνωστό στην… …   Dictionary of Greek

  • Κράισλερ, Φριτς — (Fritz Kreisler, Βιέννη 1875 – Νέα Υόρκη 1962). Αυστριακός βιολιστής και συνθέτης. Αποφοίτησε από το Ωδείο της Βιέννης σε ηλικία δέκα ετών (λαμβάνοντας το πρώτο βραβείο) και από την τάξη του Ζοζέφ Μασάρ, στο Παρίσι, δύο χρόνια αργότερα, ενώ σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”